αντίπραξη — η αντίδραση, αντενέργεια: Είχε συνηθίσει να κάνει αντίπραξη σ όποιον ήταν πρόεδρος στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίπραξη — η (Α ἀντίπραξις) ενέργεια που γίνεται για να εξουδετερώσει κάποια άλλη ενέργεια, η αντίδραση … Dictionary of Greek
ανθολκή — ἀνθολκή, η (Α) 1. η έλξη προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. η αντίπραξη … Dictionary of Greek
αντενέργεια — η ενέργεια για εξουδετέρωση άλλης ενέργειας, αντίδραση, αντίπραξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντενεργώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Νικηφόρο Θεοτόκη (1731 1800)] … Dictionary of Greek
αντενεργώ — (Α ἀντενεργῶ, έω) ενεργώ εναντίον κάποιου, κάνω αντίπραξη σε κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
αντιπολιτεύομαι — (Α ἀντιπολιτεύομαι) 1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία 2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης… … Dictionary of Greek
εναντίωση — η (AM ἐναντίωσις) αντίθεση, αντίσταση, διαφορά, αντίπραξη, ένσταση, διαφωνία νεοελλ. 1. (νομ.) «δικαίωμα εναντιώσεως» το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να προκαλεί τη ματαίωση τής πραγματοποιήσεως ενός έννομου αποτελέσματος 2. ιατρ. «θεραπεία κατ… … Dictionary of Greek
κόνξα — η 1. πείσμα, καπρίτσιο 2. αντίπραξη … Dictionary of Greek
αντίδραση — η 1. ενέργεια αντίθετη σε άλλη, αντίσταση: Ο οργανισμός του δεν παρουσιάζει αντίδραση στην αρρώστια. 2. προσπάθεια που στρέφεται εναντίον κάποιου μέτρου: Σημειώθηκε αντίδραση των εμπόρων στα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης. 3. αντίπραξη στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)