ἀντιπράξῃ

ἀντιπράξῃ
ἀντιπράξηι , ἀντίπραξις
counteraction
fem dat sg (epic)
ἀντιπράσσω
act against
aor subj mid 2nd sg
ἀντιπράσσω
act against
aor subj act 3rd sg
ἀντιπράσσω
act against
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱ντιπράξῃ , ἀντιπράσσω
act against
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ντιπράξῃ , ἀντιπράσσω
act against
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀντιπράσσω
act against
aor subj mid 2nd sg
ἀντιπράσσω
act against
aor subj act 3rd sg
ἀντιπρά̱ξῃ , ἀντιπράσσω
act against
aor subj mid 2nd sg
ἀντιπρά̱ξῃ , ἀντιπράσσω
act against
aor subj act 3rd sg
ἀντιπρά̱ξῃ , ἀντιπράσσω
act against
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντίπραξη — η αντίδραση, αντενέργεια: Είχε συνηθίσει να κάνει αντίπραξη σ όποιον ήταν πρόεδρος στο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίπραξη — η (Α ἀντίπραξις) ενέργεια που γίνεται για να εξουδετερώσει κάποια άλλη ενέργεια, η αντίδραση …   Dictionary of Greek

  • ανθολκή — ἀνθολκή, η (Α) 1. η έλξη προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. η αντίπραξη …   Dictionary of Greek

  • αντενέργεια — η ενέργεια για εξουδετέρωση άλλης ενέργειας, αντίδραση, αντίπραξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντενεργώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Νικηφόρο Θεοτόκη (1731 1800)] …   Dictionary of Greek

  • αντενεργώ — (Α ἀντενεργῶ, έω) ενεργώ εναντίον κάποιου, κάνω αντίπραξη σε κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… …   Dictionary of Greek

  • αντιπολιτεύομαι — (Α ἀντιπολιτεύομαι) 1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία 2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης… …   Dictionary of Greek

  • εναντίωση — η (AM ἐναντίωσις) αντίθεση, αντίσταση, διαφορά, αντίπραξη, ένσταση, διαφωνία νεοελλ. 1. (νομ.) «δικαίωμα εναντιώσεως» το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να προκαλεί τη ματαίωση τής πραγματοποιήσεως ενός έννομου αποτελέσματος 2. ιατρ. «θεραπεία κατ… …   Dictionary of Greek

  • κόνξα — η 1. πείσμα, καπρίτσιο 2. αντίπραξη …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — η 1. ενέργεια αντίθετη σε άλλη, αντίσταση: Ο οργανισμός του δεν παρουσιάζει αντίδραση στην αρρώστια. 2. προσπάθεια που στρέφεται εναντίον κάποιου μέτρου: Σημειώθηκε αντίδραση των εμπόρων στα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης. 3. αντίπραξη στις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”